- ευσεβισμός
- οαίρεση διαμαρτυρομένων, κατά την οποία τα ευσεβή έργα είναι σημαντικότερα από την ευσεβή πίστη, πιετισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. pietism)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευσεβισμός — ο χριστιανικό κίνημα που πιστεύει πως τα καλά έργα είναι ανώτερα από την πίστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… … Dictionary of Greek